: Απεικάσματα σκέψης: Αίθουσα ανάγνωσης
Yπάρχει μια πικρή αλήθεια στη ζωή, που ανακάλυψα ταξιδεύοντας ανατολικά και δυτικά.

Οι μόνοι που πραγματικά πληγώνουμε είναι αυτοί που αγαπάμε περισσότερο. Κολακεύουμε όσους γνωρίζουμε ελάχιστα. Ευχαριστούμε τον περαστικό επισκέπτη. Ενώ χτυπάμε απερίσκεπτα όσους μας αγαπούν περισσότερο. 

Αίθουσα ανάγνωσης

Λέοναρντ Κοέν, Πώς να απαγγέλεις ποίηση



Πάρε τη λέξη πεταλούδα. 

Για να πεις αυτή τη λέξη δεν χρειάζεται να κάνεις τη φωνή σου πιο ελαφριά από ένα γραμμάριο, ούτε χρειάζεται να την εφοδιάσεις με μικρά σκονισμένα φτερά. 

Δεν χρειάζεται να φανταστείς μιαν ηλιόλουστη ημέρα ή ένα χωράφι με ασφοδέλους. 

Δεν είναι απαραίτητο να είσαι ερωτευμένη, ή να έχεις ερωτευτεί τις πεταλούδες. 

Η λέξη πεταλούδα δεν είναι η πραγματική πεταλούδα. 

Υπάρχει η λέξη μα υπάρχει και η πεταλούδα. 

Αν μπερδέψεις αυτά τα δυο, οι άνθρωποι θα έχουν κάθε δικαίωμα να σε κοροϊδεύουν. 

Μην το παρακάνεις με τη λέξη. 

Μήπως προσπαθείς να υπονοήσεις ότι αγαπάς τις πεταλούδες τελειότερα από οποιονδήποτε άλλον, ή ότι πραγματικά αντιλαμβάνεσαι τη φύση τους; 

Η λέξη πεταλούδα είναι απλά ένα δεδομένο. 

Δεν είναι μια ευκαιρία για να πλανιέσαι στον αέρα, να πετάξεις ψηλά, να πιάσεις φιλία με τα λουλούδια, να συμβολίσεις την ομορφιά και το εύθραυστο, ή να υποδυθείς την πεταλούδα με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. 

Μην υποδύεσαι τις λέξεις. 

Ποτέ μην προσπαθήσεις να υψωθείς από το πάτωμα, όταν μιλάς για πέταγμα. 

Ποτέ μην κλείνεις τα μάτια, μην τινάζεις απότομα το κεφάλι σου στο πλάι, όταν μιλάς για θάνατο. 

Μην καρφώνεις τα φλογισμένα σου μάτια πάνω μου όταν μιλάς για έρωτα. 

Αν θέλεις να με εντυπωσιάσεις όταν μιλάς για έρωτα βάλε το χέρι σου στην τσέπη ή κάτω από το φόρεμά σου και χαϊδέψου. 

Αν η φιλοδοξία σου και η πείνα σου για χειροκρότημα σε έκαναν να μου μιλήσεις για έρωτα, θα 'πρεπε να μάθεις πώς να το κάνεις χωρίς να ξεφτιλίζεις τον εαυτό σου ή το κείμενο.

Ποιά είναι η έκφραση που απαιτούν οι καιροί; 

Οι καιροί απαιτούν μη έκφραση έτσι κι αλλιώς. 

Η εποχή δεν ζητάει καμιά απολύτως έκφραση. 

Έχουμε δει φωτογραφίες με χαροκαμένες Ασιάτισσες μητέρες. 

Δεν μας αφορά η αγωνία των οργάνων σου που πασπατέυεις. 

Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να εκφράσεις με το πρόσωπό σου, που να μπορεί να συναγωνιστεί με τη φρίκη αυτής της εποχής. 

Μην προσπαθήσεις καν. 

Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να φέρεις τον εαυτό σου αντιμέτωπο με τη χλεύη εκείνων που έχουν νιώσει αυτά τα πράγματα βαθιά. 

Έχουμε δει στις ειδήσεις ανθρώπους στο έπακρο του πόνου και του ξεριζωμού. 

Όλοι ξέρουν ότι τρως καλά κι ότι πληρώνεσαι κιόλας για να σταθείς εδώ. 

Κάνεις αυτό που κάνεις μπροστά σε ανθρώπους που βίωσαν την καταστροφή. 

Αυτό θα έπρεπε να σε κάνει πολύ μετρημένη. 

Πες τις λέξεις δώσε το δεδομένο, κάνε στην άκρη. 

Όλοι ξέρουν ότι υποφέρεις. 

Δεν μπορείς να πεις στο ακροατήριο όλα όσα ξέρεις για τον έρωτα με κάθε γραμμή που θα απαγγέλεις για τον έρωτα. 

Παραμέρησε και θα ξέρουν ό,τι ξέρεις γιατί ήδη το ξέρουν. 

Δεν έχεις να τους μάθεις τίποτα. 

Δεν είσαι πιο όμορφη απ' αυτούς. 

Ούτε πιο σοφή. 

Μην τους βάζεις τις φωνές. 

Μην τους βιάζεις στην ψύχρα. 

Αυτό είναι κακό σεξ. 

Αν τους δείξεις το περίγραμμα των γεννητικών σου οργάνων, τότε δώσε τους κι αυτό που τάζεις. 

Να θυμάσαι ότι πραγματικά, οι άνθρωποι δεν θέλουν έναν ακροβάτη στο κρεβάτι τους. 

Ποιά είναι η ανάγκη μας; 

Να είμαστε κοντά στον φυσικό άντρα, να είμαστε κοντά στη φυσική γυναίκα. 

Μην παριστάνεις ότι είσαι μια λατρεμένη τραγουδίστρια μ' ένα τεράστιο πιστό ακροατήριο που σε ακολούθησε στα πάνω και στα κάτω της ζωής σου μέχρι τούτη εδώ τη στιγμή. 

Οι βόμβες, τα φλογοβόλα κι όλα τα σκατά κατέστρεψαν πολλά περισσότερα από δέντρα και χωριά. 

Κατέστρεψαν και τη σκηνή. 

Νόμισες ότι το επάγγελμά σου θα γλίτωνε από τη γενική καταστροφή; 

Δεν υπάρχει πια σκηνή. 

Δεν υπάρχουν πια φώτα της ράμπας και προβολείς. 

Στέκεσαι μέσα στον κόσμο. 

Γι αυτό να είσαι σεμνή. 

Πες τις λέξεις, δώσε τα δεδομένα, παραμέρισε. 

Στάσου μόνη. 

Σαν να είσαι στο δωματιό σου. 

Μην το παίζεις.

Αυτό είναι ένα εσωτερικό τοπίο. 

Είναι μέσα. 

Είναι πολύ προσωπικό. 

Σεβάσου την προσωπική ησυχία του υλικού. 

Αυτά τα κομμάτια γράφτηκαν στη σιωπή. 

Το θάρρος του παιχνιδιού είναι να το αρθρώσεις. 

Η πειθαρχία του είναι να μην το παραβιάσεις. 

Κάνε το ακροατήριο να νιώσει την αγάπη σου για μια τέτοια ήσυχη συνθήκη, 

παρ' όλο που αυτή είναι ανύπαρκτη. 

Να είστε καλές πουτάνες. 

Το ποίημα δεν είναι σλόγκαν. 

Δεν μπορεί να σε διαφημίσει. 

Δεν μπορεί να προωθήσει τη φήμη σου ως ευαίσθητης. 

Δεν είσαι επιβήτορας. 

Δεν είσαι η γυναίκα φονιάς. 

Όλες αυτές οι βλακείες περί γκανγκστερ του έρωτα. 

Είσαστε σπουδαστές της πειθαρχίας. 

Μην " παίζετε" τις λέξεις. 

Οι λέξεις πεθαίνουν όταν τις "παίζετε", 

μαραίνονται και μετά, 

το μόνο που απομένει είναι η φιλοδοξία σας.

Πες τις λέξεις με την ακρίβεια που θα τσέκαρες έναν κατάλογο πλυντηρίου. 

Μην αρχίσεις να συγκινείσαι με το δαντελένιο μπλουζάκι. 

Μην καυλώνεις όταν λες βρακί. 

Μην αρχίζεις να ανατριχιάζεις με την πετσέτα. 

Τα σεντόνια δεν πρέπει να σου βγάζουν μιαν ονειροπόλα έκφραση στα μάτια. 

Δεν υπάρχει λόγος να κλάψεις με τη λέξη μαντίλι. 

Οι κάλτσες δεν είναι εδώ για να σου θυμίζουν παράξενα και μακρινά ταξίδια. 

Όλα αυτά είναι απλά η μπουγάδα σου. 

Είναι μόνο τα ρούχα σου. 

Μην κάνεις μπανιστήρι μέσα από αυτά. 

Απλά φόρα τα.

Το ποίημα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πληροφορία. 

Είναι το Σύνταγμα της έσω χώρας. 

Αν το απαγγείλεις με στόμφο και το φουσκώσεις με ευγενικές προθέσεις, 

τότε δεν θα είσαι καλύτερη από τους πολιτικούς που τόσο περιφρονείς. 

Τότε, θα είσαι απλά κάποιος που κουνάει μια σημαία και κάνει την πιο φτηνή έκκληση σ' ένα είδος συναισθηματικού πατριωτισμού. 

Να σκέφτεσαι τις λέξεις σαν επιστήμη, όχι σαν τέχνη. 

Είναι μια αναφορά. 

Είσαι ομιλήτρια σε μια συνεδρίαση του Κλαμπ Εξερευνητών του Ομίλου του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ. 

Αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζουν όλα τα ρίσκα της ορειβασίας. 

Σε τιμούν, παίρνοντας ως δεδομένο ότι τα γνωρίζεις. 

Αν τους τρίψεις τη μούρη μέσα σ' αυτά, θα είναι σαν να τους προσβάλλεις για τη φιλοξενία τους. 

Μίλα τους για το ύψος του βουνού, τον εξοπλισμό που χρησιμοποίησες, να είσαι συγκεκριμένη όσον αφορά τις επιφάνειες και το χρόνο που σου χρειάστηκε για ν' ανέβεις. 

Μη χειριστείς το ακροατήριο για να εκμαιεύσεις κομένες ανάσες κι αναστεναγμούς. 

Αν γίνεις άξια γι αυτά, αυτό δεν θα οφείλεται στην εκτίμηση που είχες εσύ για το συμβάν, αλλά στη δική τους. 

Αυτό θα γίνει από τα στατιστικά στοιχεία κι όχι από το τρέμουλο της φωνής σου ή το σκίσιμο του αέρα με τα χέρια σου. 

Θα γίνει με τα δεδομένα και την ήσυχη οργάνωση της παρουσίας σου.

Απόφυγε τη διάνθιση. 

Μη φοβηθείς να είσαι αδύναμη. 

Σου πηγαίνει να 'σαι κουρασμένη. 

Μοιάζεις ότι θα μπορούσες να συνεχίζεις πολύ ακόμα. 

Έλα τώρα στην αγκαλιά μου. 

Για μένα είσαι η εικόνα της ομορφιάς.



Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ  ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ  ,Α.Εμπειρίκος

1

Τα κούμαρα βαριά σαν βλέφαρα ηδυπαθείας, στάζουν το μέλι στη σιγή. Ο γδούπος διαρκεί, και από τα μάτια σου στο στήθος και στο στόμα μου, η έλξις απλώνει την παλίρροια.

2

Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι. Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μάς αναγγέλλει την αυγή, σφαδάνουσα στο ράμφος της πρωίας.

3

Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.

6

Η σιωπή λικνίζεται στην αμμουδιά. Τα πόδια της πατούν στην κυανή, στην άνευ έρματος ακρογιαλιά θαλάσσης που καθεύδει.

7

Τα βήματά μου αντηχούν στη βελουδένια στρώσι της σκιάς μου.

8

Κρυφή μου ελπίδα στα βουνά, καλημερίζω την ηχώ σου.

10

Βάμμα νυκτός στα χείλη της, δόσις φωτός στο στήθος μου, και τα πανέρια της ανοίξεως ανοικτά, με τα χρωματιστά χαρτιά των φρούτων κυμαινόμενα.

12

Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπειτα θα θελα να κυλισθώ

στην αμμουδιά μαζί σου.

16

Οι τοίχοι, λεν, έχουν αυτιά – μα οι ψίθυροι ζουν και πεθαίνουν και στα φύλλα.

18  

Πάρε την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου.  

 21

Η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί πούχω στο στόμα.

31  

Βρέφος εντός αβράς σιγής. Μόνον η αύρα μέλπει και η τροφός ρεμβάζουσα προσφέρει το βυζί της στο ευτυχισμένο βρέφος. Ώρα ηδονής και γάλακτος. Ώρα του γαλαξίου.

33

Ο άνεμος όταν φυσά, οι καλαμιές γεμίζουν αυλητρίδες.

 Ανδρέας Εμπειρίκος

Κική Δημουλά, Μια ποιήτρια εξομολογείται

Δεν μου ήταν ποτέ εύκολο να συνεννοηθώ με άνθρωπο. 

Ούτε μπορούσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι ήταν τόσο διαφορετικοί από εμένα. Αυτό βέβαια ήταν πολύ αφελές από τη μεριά μου, αλλά και πολύ χρήσιμο. Γιατί με είχε σε μια μόνιμη ταραχή, σε μια διαρκή διαμαρτυρία και σ’ ένα πολύ γόνιμο παράπονο… Από την άλλη, είχα μια ευγένεια η οποία με κατέστρεψε απολύτως! Εμπόδισε δηλαδή τη ζωή μου να πάρει το δρόμο της. Υπέμεινα πράγματα τα οποία δεν έπρεπε να υπομείνω, με το αιτιολογικό μιας ευγένειας ότι θα πίκραινα, ότι θα πείραζα, ότι θ’ αναστάτωνα των άλλων τη ζωή. Αυτό ήταν μία ήττα. Καθαρή ήττα… 

Ο Μικρός Πρίγκηπας

"Αν όμως μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα γίνει ηλιόλουστη. Θα αναγνωρίζω το θόρυβο ενός βήματος διαφορετικού απ' όλα τ' άλλα. Τα άλλα βήματα θα με κάνουν να κρύβομαι κάτω από τη γη. το δικό σου, σαν μουσική, θα με τραβάει έξω από τη φωλιά μου. Κι έπειτα κοίτα. Βλέπεις εκεί πέρα, τα χωράφια με το στάρι; Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι λυπηρό. Όμως εσύ έχεις μαλλιά χρυσαφένια. Θα είναι υπέροχο λοιπόν όταν θα με έχεις εξημερώσει. Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα μου θυμίζει εσένα. Και θα μ' αρέσει ν' ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα... Κέρδισα, είπε η αλεπού, το χρώμα του σταριού"


"Να το μυστικό μου, είπε η αλεπού. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια. Είναι ο χρόνος που ξόδεψες για το τριαντάφυλλο σου που το κάνει τόσο σημαντικό..."

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έχει αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή για λόγους υγείας: καρκίνος στους λεμφαδένες. Η κατάστασή του μοιάζει να επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα. Η αποχαιρετιστήρια επιστολή που ακολουθεί εστάλη από τον συγγραφέα στους φίλους του και χάρη στο Ίντερνετ έφτασε και σε μας. 

"Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.

Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν.

Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!


Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.

Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ' ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ' αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...

Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.

Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται!

Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους... Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.

Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ' αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.

Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ' αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου.

Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σ' αγκάλιαζα και θα σου 'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα, θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.

Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μάς δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα 'θελα να σου πω πόσο σ'αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.

Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις "συγνώμη", "συγχώρεσέ με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ" κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.

Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις.

Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα." 


ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ - ΘΥΣΑΥΡΟΣ ΣΟΦΙΑΣ

Η ΝΙΟΤΗ ΒΑΔΙΖΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΚΙ ΕΓΩ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑ ΩΣΟΤΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕ Σ`ΕΝΑ ΧΩΡΑΦΙ ΜΑΚΡΙΝΟ.

ΕΚΕΙ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΚΑΙ ΚΟΙΤΑΞΕ ΨΗΛΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΠΟΥ ΑΡΓΟΣΑΛΕΥΑΝ ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ΣΑΜΠΩΣ ΚΟΠΑΔΙ ΑΣΠΡΑ ΑΡΝΙΑ.

ΕΠΕΙΤΑ ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΠΟΥ ΕΤΕΙΝΑΝ ΣΤΑ ΥΨΗ ΤΑ ΓΥΜΝΑ ΤΟΥΣ ΚΛΑΔΙΑ ΣΑ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΝ ΘΑΡΡΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ Τ`ΟΥΡΑΝΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΞΑΝΑΒΡΟΥΝ ΤΑ ΦΥΛΛΩΜΑΤΑ ΤΟΥΣ.


ΚΙ ΕΙΠΑ ΕΓΩ, << ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΝΙΟΤΗ; >>

ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ Μ`ΑΠΟΚΡΙΘΗΚΕ, << ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟ ΤΗΣ ΤΑΡΑΧΗΣ,  ΕΧΕ ΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ! >>

ΚΙ ΕΙΠΑ ΕΓΩ, << ΠΑΜΕ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ . ΜΕ ΤΡΟΜΑΖΕΙ ΤΟΥΤΗ Η ΕΡΗΜΙΑ,ΚΙ Η ΘΕΑ ΤΩΝ ΣΥΝΝΕΦΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΥΜΝΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ ΣΦΙΓΓΕΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΛΥΠΗ! >>

ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ ΜΙΛΗΣΕ ΚΙ ΕΙΠΕ, << ΕΧΕ ΥΠΟΜΟΝΗ. Η ΤΑΡΑΧΗ ΕΙΝ`Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ >>.


ΚΟΙΤΑΞΑ ΤΟΤΕ ΓΥΡΩ ΜΟΥ ΚΙ ΕΙΔΑ ΜΙΑ ΟΠΤΑΣΙΑ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΑ ΜΕ ΧΑΡΗ ΠΡΟΣ ΕΜΑΣ ΚΑΙ ΡΩΤΗΣΑ, << ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥΤΗ Η ΓΥΝΑΙΚΑ; >>

ΚΙ Η ΝΙΟΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΕ, << ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΔΙΑ ΚΟΡΗ,ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ Η ΜΟΥΣΑ, Η ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ >> .

<< ΜΑΚΑΡΙΑ ΝΙΟΤΗ! >> , ΑΝΑΦΩΝΗΣΑ ΤΟΤΕ, << ΤΙ ΓΥΡΕΥΕΙ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΑΠΟ ΜΕΝΑ,ΟΣΟ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΙ ΜΟΥ ΕΣΥ; >>

ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ Μ`ΑΠΟΚΡΙΘΗΚΕ, << ΗΡΘΕ ΝΑ ΣΟΥ ΔΕΙΞΕΙ ΤΗ ΓΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΗΣ, ΓΙΑΤΙ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕ ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟΝ ΠΟΝΟ, ΔΕΝ ΘΑ ΓΝΩΡΙΣΕΙ ΠΟΤΕ ΤΗ ΧΑΡΑ >>

ΚΙ ΕΝΑ ΧΕΡΙ ΑΠΛΩΣΕ ΤΟΤΕ ΜΠΡΟΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ,ΚΙ ΟΤΑΝ ΤΟ ΤΡΑΒΗΞΕ,Η ΝΙΟΤΗ ΕΙΧΕ ΧΑΘΕΙ, ΚΙ ΕΓΩ ΒΡΙΣΚΟΜΟΥΝ ΜΟΝΟΣ,ΓΥΜΝΟΣ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΓΗΙΝΟ ΝΤΥΜΑ. ΑΝΑΦΩΝΗΣΑ, << ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΙΑ, ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ Η ΝΙΟΤΗ; >>

ΕΚΕΙΝΗ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕ. ΜΕ ΠΗΡΕ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΚΑΙ Μ`ΑΝΕΒΑΣΕ ΣΕ ΜΙΑ ΨΗΛΗ ΒΟΥΝΟΚΟΡΦΗ.ΚΑΤΩ ΑΠ`ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ ΕΙΔΑ ΤΟΤΕ Ν`ΑΠΛΩΝΕΤΑΙ Η ΓΗ ΚΙ ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΚΛΕΙΝΕ ΜΕΣΑ ΤΗΣ,ΑΡΑΔΙΑΣΜΕΝΑ ΣΑΜΠΩΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΟ,ΟΠΟΥ ΗΤΑΝ ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ.ΣΤΑΘΗΚΑ ΠΕΡΙΦΟΒΟΣ ΠΛΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΗ,ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΗΚΑ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΧΙΣΑ Ν`ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΗΣΩ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ!


ΚΙ ΕΙΔΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΦΟΒΕΡΑ: ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ Τ`ΟΥΡΑΝΟΥ ΝΑ ΜΑΧΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΥΣΤΥΧΙΑΣ, ΚΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΣΤΕΚΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΤΡΑΒΑ ΑΛΛΟΤΕ Η ΕΛΠΙΔΑ ΚΙ ΑΛΛΟΤΕ Η ΑΠΟΓΝΩΣΗ.

ΕΙΔΑ ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΠΑΙΖΟΥΝ ΜΕ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ...Η ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΚΡΥΒΕΙ ΤΗΝ ΕΝΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟ ΝΟΥ ΜΕ ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΗΣ ΥΠΟΤΑΓΗΣ,ΤΟΥ ΕΠΑΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΛΑΚΕΙΑΣ...ΚΑΙ ΤΟ ΜΙΣΟΣΝΑ ΤΟΝ ΠΡΟΚΑΛΕΙ,ΝΑ ΣΦΡΑΓΙΖΕΙ Τ`ΑΥΤΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΥΦΛΩΝΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΜΠΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ.

ΚΙ ΕΙΔΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΝΑ ΖΑΡΩΝΕΙ ΣΑΝ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΝΑ ΑΡΠΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΡΟΥΧΟ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΗΣ ΑΔΑΜ.ΚΙ ΕΙΔΑ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΧΩΡΑΦΙΑ ΝΑ ΚΛΑΙΝΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.

ΕΙΔΑ ΤΟΥΣ ΙΕΡΕΙΣ Ν`ΑΦΡΙΖΟΥΝ ΣΑΝ ΠΟΝΗΡΕΣ ΑΛΩΠΕΚΕΣ...ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΨΕΥΤΙΚΟΥΣ ΜΕΣΣΙΕΣ ΝΑ ΣΥΝΟΜΩΤΟΥΝ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.

ΚΙ ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΝΑ ΚΑΛΕΙ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ   ΓΙΑ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ...ΜΑ ΕΚΕΙΝΗ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕ ΤΙΣ ΚΡΑΥΓΕΣ ΤΟΥ,ΓΙΑΤΙ ΚΑΠΟΤΕ ΤΗΝ ΕΙΧΕ ΠΕΡΙΓΕΛΑΣΕΙ ΟΤΑΝ ΤΟΥ ΜΙΛΗΣΕ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ.

ΚΙ ΕΙΔΑ ΚΥΡΗΚΕΣ ΝΑ ΣΤΡΕΦΟΥΝ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥΣ ΜΕ ΛΑΤΡΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ,ΕΝΩ ΟΙ ΚΑΡΔΙΕΣ ΤΟΥΣ ΗΤΑΝ ΘΑΜΜΕΝΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΑΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ!

ΕΙΔΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΝΑ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΙΑΣ ΚΟΠΕΛΑΣ ΜΕ ΛΟΓΙΑ ΓΛΥΚΑ...ΗΤΑΝ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΑ ΤΑ ΑΛΗΘΙΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΦΕΥΓΑΤΗ Η ΘΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ.

ΕΙΔΑ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΘΕΤΕΣ ΝΑ ΦΛΥΑΡΟΥΝ ΝΩΧΕΛΙΚΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΥΛΑΝ ΤΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥΣ  ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ.


ΕΙΔΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΝΑ ΠΑΙΖΟΥΝ ΜΕ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΑΠΛΟΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΥΠΙΣΤΩΝ.

ΕΙΔΑ ΤΟΥΣ ΑΜΑΘΟΥΣ ΝΑ ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΟΦΟΥΣ, ΝΑ ΑΝΕΒΑΖΟΥΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΘΡΟΝΟ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ, ΝΑ ΚΑΛΩΠΙΖΟΥΝ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΗΣ ΧΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΚΛΙΝΗ ΤΗΣ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.

ΕΙΔΑ ΦΤΩΧΟΥΣ ΕΞΑΘΛΙΩΜΕΝΟΥΣ ΝΑ ΣΠΕΡΝΟΥΝ ΤΟ ΣΠΟΡΟ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΥΣ ΝΑ ΔΡΕΠΟΥΝΕ ΤΗΝ ΣΟΔΕΙΑ...ΚΙ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ,ΠΟΥ ΨΕΥΤΙΚΑ ΤΟΝ ΟΝΟΜΑΖΟΥΝ ΝΟΜΟ,ΝΑ ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΦΡΟΥΡΟΣ.

ΕΙΔΑ ΤΟΥΣ ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΗΣ ΑΓΝΟΙΑΣ ΝΑ ΛΕΗΛΑΤΟΥΝ ΤΟΥΣ ΘΥΣΑΥΡΟΥΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ, ΕΝΩ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΕΙΧΑΝ ΧΑΘΕΙ ΜΕΣ ΤΟ ΒΥΘΟ ΤΗΣ ΑΔΡΑΝΕΙΑΣ.

ΚΙ ΕΙΔΑ ΔΥΟ ΕΡΑΣΤΕΣ...ΜΑ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΜΟΙΑΖΕ ΜΕ ΛΑΓΟΥΤΟ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΙΞΕΙ,ΜΑ ΝΙΩΘΕΙ ΜΟΝΟ ΤΟΥΣ ΣΚΛΗΡΟΥΣ ΗΧΟΥΣ ΤΩΝ ΧΟΡΔΩΝ.

ΚΙ ΕΙΔΑ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΝΑ ΠΟΛΙΟΡΚΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ `ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΜΕΝΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΩΝ` ... ΜΑ ΗΤΑΝ ΛΙΓΕΣ ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΑΥΤΕΣ Κ ΣΥΝΤΟΜΑ ΔΙΑΛΥΘΗΚΑΝ.

ΚΙ ΕΙΔΑ ΤΗΝ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΑΕΙ ΜΟΝΗ, ΧΤΥΠΩΝΤΑΣ ΠΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ, ΑΛΛΑ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΕΙΣΑΚΟΥΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ.ΕΠΕΙΤΑ ΕΙΔΑ ΤΗΝ ΑΣΩΤΕΙΑ ΝΑ ΒΗΜΑΤΙΖΕΙ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΝΑ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΖΕΙ ΛΕΥΤΕΡΙΑ!

ΕΙΔΑ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΑΜΜΕΝΗ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΝΑ ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ.

ΚΙ ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΝΑ ΦΟΡΑ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ ΜΑ ΗΤΑΝ ΤΟ ΝΤΥΜΑ ΤΗΣ ΔΕΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΟΝΟΜΑΖΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ...`ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ` ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΟΒΟ... `ΕΥΓΕΝΕΙΑ` .

ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΕΙΣΒΟΛΕΑ ΝΑ ΤΡΩΓΟΠΙΝΕΙ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΟΗΤΑ ΝΑ ΜΙΛΑ,ΕΝΩ ΟΙ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΣΙΩΠΟΥΣΑΝ.

ΕΙΔΑ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΑΤΑΛΟΥ, ΜΕΣΟ ΓΙΑ ΤΑ ΑΘΛΙΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ...ΚΑΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΣΙΓΓΟΥΝΗ ΣΑΝ ΔΟΛΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΙΣΟΣ.ΑΛΛΑ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ ΔΕΝ ΕΙΔΑ.


ΟΤΑΝ ΤΑ ΕΙΔΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ,ΦΩΝΑΞΑ ΜΕ ΠΟΝΟ,  << Ω ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΙΑ,ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ Η ΓΗ; ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ;

ΜΕ ΦΩΝΗ ΑΠΑΛΗ ΑΛΛΑ ΓΕΜΑΤΗ ΛΥΠΗ Μ`ΑΠΟΚΡΙΘΗΚΕ,


<< ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ,ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΣΤΡΩΜΕΝΟ ΜΕ ΚΟΦΤΕΡΕΣ ΠΕΤΡΕΣ ΚΑΙ ΓΕΜΑΤΟ ΑΓΚΑΘΙΑ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΚΙΑ ΜΟΝΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΝΥΧΤΑ!!  ΑΛΛΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕ!   ΣΥΝΤΟΜΑ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΤΟ ΠΡΩΙ!! >>


ΕΠΕΙΤΑ,ΑΚΟΥΜΠΗΣΕ ΑΠΑΛΑ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΜΟΥ, ΚΙ ΟΤΑΝ ΤΟ ΤΡΑΒΗΞΕ.... Ω ...ΘΑΥΜΑ!!!

ΞΑΝΑΔΑ ΤΗΝ ΝΙΟΤΗ ΝΑ ΣΙΓΟΠΕΡΠΑΤΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙ ΜΟΥ, ΚΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣ, ΟΔΗΓΗΤΡΙΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΜΑΣ,


ΝΑ ΒΑΔΙΖΕΙ Η ΕΛΠΙΔΑ....!!!






“ Ἐν μεγάλῃ Ἑλληνικῇ ἀποικίᾳ, 200 π.X” K. Καβάφης



τι τ πράγματα δεν βαίνουν κατ’ εχν στην ποικία
δεν μέν’  λαχίστη μφιβολία,
κα μ’ λο που πωσον τραβούμ’ μπρός,
σως, καθς νομίζουν οκ λίγοι, να φθασε  καιρς
να φέρουμε Πολιτικ ναμορφωτή
μως τ πρόσκομμα κ’  δυσκολία
εναί που κάμνουνε μια στορία
μεγάλη κάθε πργμα ο ναμορφωτα
ατοί. (Ετύχημα θ ταν ν ποτε
δεν τος χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για τ παραμικρ ωτονε κ’ ξετάζουν,
κ’ εθς στον νο τος ιζικς μεταρρυθμίσεις βάζουν,
μ τν παίτησι να κτελεσθον νευ ἀναβολῆς

χουνε κα μι κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθετε π τν κτσιν σς κείνη·
 κατοχ σς εν’ πισφαλής:
 τέτοιες κτήσεις κριβς βλάπτουν τες ποικίες.
Παραιτηθετε π τν πρόσοδον ατή,
κι π τν λληνα τν συναφ,
κι π τν τρίτη τούτην: ς συνέπεια φυσική·
εναι μν οσιώδεις, λλά τι να γίνει;
σς δημιουργον  μι  πιβλαβ  εθύν

Κι σο στον λεγχο τος προχωρονε,
βρίσκουν  κα  βρίσκουν περιττά, κα  να  παυθον  ζητονε·
πράγματά που μως δύσκολα τ καταργε κανες.
Κι ταν, μ τ καλό, τελειώσουνε τν ργασία,
κι  ρίσαντες κα  περικόψαντες  τ  πν  λεπτομερς,
πέλθουν, παίρνοντας καὶ  τν  δικαία μισθοδοσία,
να δομέ  τι πομένει  πιά,  μετ
τόση δεινότητα χειρουργικὴ. 

σως δεν φθασεν κόμη  καιρός.
Να μ βιαζόμεθα· εν’ πικίνδυνον πργμα  βία.
Τ πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
χει τοπα πολλά, βεβαίως κα δυστυχς,  ποικία.
μως πάρχει τι τ νθρώπινον χωρς τέλεια;
Κα  τέλος πάντων, να, τραβούμ’ μπρός.

Tomas Eliot



Είπα στην ψυχή μου, γαλήνεψε,

και περίμενε δίχως ελπίδα.
Γιατί η ελπίδα θα ήταν ελπίδα για το στραβό πράγμα.
Περίμενε δίχως αγάπη.
Γιατί η αγάπη θα ήταν αγάπη για το στραβό πράγμα.
Απομένει ακόμη η πίστη.
Αλλά η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα είναι όλα στην αναμονή.
Περίμενε δίχως σκέψη γιατί δεν είσαι έτοιμη για σκέψη:
Ώστε να γίνει φως το σκοτάδι και χορός η γαλήνη.
Είναι ώρες που μοιάζει να μην υπάρχει παρελθόν ή μέλλον.
Μόνο μια παρούσα στιγμή μυτερού φωτός. Όπου θέλεις να καείς.
Όπου τεντώνεις τα χέρια σου στις φλόγες.
Tomas Eliot
Μετάφραση: Γ. Σεφέρης

Τάσος Λειβαδίτης

O ουρανός αμίλητος και σταχτύς
το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους.
Eίδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιώτων
την πικρή θέληση να ζήσουν!

Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις
– έφυγε η ζωή.
οι φίλοι είχαν χαθεί κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι
για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου…

…και τα μάτια σου βουρκώνουν,
θαμπωμένα ξαφνικά απο τους παλιούς λησμονημένους θεούς
και τις παντοδύναμες παιδικές ευπιστίες…

Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια
μαραίνονταν το γέλιο των αγέννητων παιδιών…
και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.

Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.

Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε,
ζουν απο τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων.

Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.

Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά,
σαν ένα νικητή μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα 


Πέρασα, Κική Δημουλά



Περπατώ και νυχτώνει. Αποφασίζω και νυχτώνει. Όχι δεν είμαι λυπημένη.


Υπήρξα περίεργη και μελετηρή. Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα. Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται, πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε. Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς. Όχι δεν είμαι λυπημένη.


Πέρασα μέρες με βροχή, εντάθηκα πίσω απ΄αυτό το συρματόπλεγμα το υδάτινο υπομονετικά κι απαρατήρητα, όπως ο πόνος των δέντρων όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει κι όπως ο φόβος των γενναίων. Όχι, δεν είμαι λυπημένη.


Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν σε αθέατα αίτια χαράς. Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες. Τα τεντωμένα τόξα τους βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα. Είδα πολλά και ωραία όνειρα και είδα να ξεχνιέμαι. Όχι, δεν είμαι λυπημένη.


Περπάτησα πολύ στα αισθήματα, τα δικά μου και των άλλων, κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους να περάσει ο πλατύς χρόνος. Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα. Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα. Έλαβα κάρτες σύντομες: εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα και κάτι χαιρετίσματα από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει. Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.


Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους, στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες. Και πολύ στις αλυσίδες. Έμαθα να διαβάζω χέρια και να χάνω χέρια. Όχι, δεν είμαι λυπημένη.


Ταξίδεψα μάλιστα. Πήγα κι από ‘δω, πήγα κι από΄κει… Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος. Έχασα κι από΄δω, έχασα κι από΄κει. Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα κι απ’ την απροσεξία μου. Πήγα και στη θάλασσα. Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα. Φοβήθηκα τη μοναξιά και φαντάστηκα ανθρώπους. Τους είδα να πέφτουν απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης, που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης. Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες ορθόδοξης ερημίας. Όχι, δεν είμαι λυπημένη.


Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα. Και δεν μου ΄λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα. Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια, σκοτεινή, με ακόνισε. Όχι, δεν είμαι λυπημένη.


Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει, κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό στα ξεροπόταμα και παρασύρθηκα.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη Σε σωστή ώρα νυχτώνει. 


Τάσος Λειβαδίτης
Πολύ πριν σε συναντήσω,
εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα,
έσκυβε και με ρωτούσε,
«Τι έχεις κορίτσι μου;»
Εγώ δεν μίλαγα,
μονάχα έβλεπα πίσω απ’ τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από ‘σένα.
Κι όταν έπαιρνα το παιδικό κοντύλι,
ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια,
όταν κοίταγα στο τζάμι τη βροχή,
ήταν που αργούσες ακόμα,
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου και άνοιγα,
δεν ήταν κανείς,
κάπου όμως μες στον κόσμο
ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά
-Θυμάσαι;
- Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά σαν να με γνώριζες χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες.
Γιατί πολύ πριν μπεις μες στη ζωή μου
είχες ζήσει μες στα όνειρά μου

Crepusculario 1923



Πάμπλο Νερούδα, Αγαπημένε μου!
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου,
έζησα όλη τη ζωή!
Πια δεν θα χαίρονται τα μάτια μου στα μάτια σου, 
πια δεν θα γλυκαθεί ο πόνος μου μαζί σου.

Μα όπου και να πάω θα 'χω τη ματιά σου 
κι όπου βαδίσεις θα τον κουβαλάς τον πόνο μου.

Ήμουν δικός σου, δική μου εσύ. 
Θα είσαι αυτού που σ' αγαπά, 
αυτού που κόβει στο κηπάκι σου 
ό,τι εγώ έχω σπείρει.

Εγώ φεύγω. 
Είμαι θλιμμένος 
μα πάντα είμαι θλιμμένος.
 Έρχομαι από τα χέρια σου. 
Δεν ξέρω για που πάω.


... Απ' την καρδιά σου μου λέει αντίο ένα παιδί.
 Κι εγώ του λέω αντίο.

Αντόνιο Πόρτσια, Από τις Φωνές

Κάθε πράγμα, όσο δεν είναι ολοκληρωμένο,
είναι θόρυβος και ολοκληρωμένο, είναι σιωπή.

Μιλάει με τα δικά της λόγια μονάχα η πληγή.

Υπάρχουν πόνοι που έχασαν τη μνήμη
και δεν θυμούνται γιατί είναι πόνοι.

Ο πόνος δεν μας ακολουθεί. Βαδίζει μπροστά.

Όταν όλα έχουν γίνει, τα πρωϊνά είναι θλιμμένα.

Όπως έγινα, δεν θα ξαναγινόμουν.
Ίσως να ξαναγινόμουν όπως ξεγίνομαι.