Μένει ξάγρυπνη όλη νύχτα, πιεσμένη από μια μοναξιά ασφυκτική. Τη μοναξιά του ανθρώπου που ο άλλος δίπλα του μόνο περίγραμμα παρουσίας του προσφέρει, περίγραμμα παρουσίας με περιεχόμενο απουσίας. Τα μάτια της γίνονται βελόνες στο σκοτάδι, το τρυπούν χωρίς να το φωτίζουν πουθενά. Οι τρύπες στο σκοτάδι, πάλι σε σκοτάδι βγάζουν.
Νιώθει να τον μισεί που την αφήνει έτσι. Πάλι σε φυλακή μοναξιάς την αφήνει, πιο μόνη κι απ'; οταν ήταν μακριά του την αφήνει γιατί εδώ, κοντά του, δεν έχει να ελπίζει πως θα έρθει. Ήρθε και λείπει, η πνοή του είναι πνοή ύπνου, το σώμα του κενό, ολόκληρη μεταμορφώθηκε σε μια επίκληση χωρίς ανταπόκριση. Επιστρέφει πάνω της η επίκλησή της, πέφτει στο κορμί της σα κτήνος και τη βιάζει.
Η αγάπη είναι και παγωμένη. Κρύα σα νερό στη σάρκα το χειμώνα, κρύα σα δρόμος αδιέξοδος. Τον μισεί που την απογοητεύει. Μόλις πάει να γοητευτεί την απογοητεύει, αθελά του, ανυποψίαστα, χαζά κι αυτό χειροτερεύει τα πράγματα, τα απελπίζει.
Τον μισεί που τον έχει ανάγκη, που τον περιμένει, που σπάνια έρχεται. Τον μισεί που τη βγάζει μεσοπέλαγα και την εγκαταλείπει. Στέκει μόνη και κρυώνει ανάμεσα σε φωτιές, αισθάνεται μια αηδία πολέμου.
Ο εραστής είναι ο αντίπαλος. Οι επιχειρήσεις του έρωτα συνεχώς αποδεικνύονται αποτυχημένες. Ο άλλος δεν κατακτιέται τελικά, γιατί ο άλλος δε γνωρίζεται. Ο εραστής είναι ένας ξένος που κρύβεται, ένας κατάσκοπος που μεταμφιέζεται, ένας εχθρός που ψηλώνει σε σκιές σούρουπου.
Παίζουν τυφλόμυγα, ψάχνει ο ένας τον άλλο με δεμένα μάτια, μ'; απλωμένα χέρια, χάνονται στο λαβύρινθο. Κι ο λαβύρινθος του έρωτα είναι ο χειρότερος, είναι απλωμένος πάνω στην έρημο, χωρίς καν βοηθητικούς τοίχους.
Μάρω Βαμβουνάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου